-
1 θητευω
(эп. inf. praes. θητευέμεν)1) (тж. θ. ἐπὴ μισθῷ Her.) служить по найму, быть в услужении(παρά τινι Her., Plat.)
βουλοίμην κ΄ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ Hom. — я предпочел бы, как земледелец, батрачить у другого2) служить(τῷ Εὐρυσθεῖ Arst.; Παλλάδι Anth.)
См. также в других словарях:
Εὐρυσθεῖ — Εὐρυσθεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθοδος — Το αρνητικό ηλεκτρόδιο (ηλεκτρόλυση). Επίσης, κ. είναι ένα από τα βασικά στοιχεία μιας θερμιονικής λυχνίας. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ένα ηλεκτρόδιο το οποίο, όταν θερμανθεί από ένα νήμα βολφραμίου που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα,… … Dictionary of Greek